- κονδυλώματα
- κονδύλωμαknobneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κονδυλώματα — Μορφή καλοήθους όγκου των επιθηλίων. Έχουν σχήμα στρογγυλής περιγεγραμμένης προεξοχής και μεταδίδονται κυρίως μέσω σεξουαλικής επαφής. Προκαλούνται από τον ιό των κ. (HPV) και εμφανίζονται συνήθως στα γεννητικά όργανα, στην περιοχή γύρω από αυτά … Dictionary of Greek
κονδυλωματώδης — ες [κονδύλωμα] 1. όμοιος με κονδύλωμα 2. γεμάτος κονδυλώματα … Dictionary of Greek
κονδύλωμα — το (Α κονδύλωμα) όγκος, πρήξιμο, εξόγκωμα («κονδύλωμά ἐστι δακτυλίου στολίδος ἐπανάστασις μετὰ φλεγμονῆς», Γαλ.) νεοελλ. 1. ιατρ. στον πληθ. τα κονδυλώματα εκβλαστήσεις μισχωτές ή με πλατιά βάση που έχουν μέγεθος φακής έως μικρού αβγού και οι… … Dictionary of Greek
αφροδίσια νοσήματα — Έτσι ονομάζονται κυρίως οι τρεις μολυσματικές ασθένειες σύφιλη, βλεννόρροια και μαλακό έλκος που προσβάλλουν συνήθως το ουρογεννητικό σύστημα και μεταδίδονται με τη συνουσία. Στα α.ν. κατατάσσονται ακόμη και τα κονδυλώματα, ο έρπις των γεννητικών … Dictionary of Greek
θηλωματοϊοί — Οικογένεια ιών που προκαλούν ακροχορδώνες. Η έκθεση μιας γυναίκας σε ορισμένα είδη ιών που προκαλούν κονδυλώματα πιστεύεται ότι αυξάνει τον βαθμό κινδύνου για καρκίνο του τραχήλου της μήτρας … Dictionary of Greek
καυστικές ουσίες ή καυστικά — Χημικά προϊόντα ικανά να καταστρέψουν –όταν έρθουν σε επαφή– τους ζωντανούς ιστούς, προκαλώντας σε αυτούς αισθητές τοπικές αλλοιώσεις. Στις κ.ο. περιλαμβάνονται προϊόντα που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τις χημικές τους ιδιότητες· από τα πιο… … Dictionary of Greek
νεοπλασίες — Λέγονται και όγκοι. Παθολογικοί σχηματισμοί που οφείλονται σε άτακτο πολλαπλασιασμό κυττάρων. Οι ν. διακρίνονται με ιστολογικά και κλινικά κριτήρια που μπορεί να συμπίπτουν σε καλοήθεις και κακοήθεις. Καλούνται καλοήθεις οι ν. που σχηματίζονται… … Dictionary of Greek